αηδόνιος

αηδόνιος
ἀηδόνιος, -ον (Α) [ἀηδών]
αυτός που ανήκει ή που ταιριάζει στο αηδόνι («ἀηδόνιος γόος, νόμος κ.λπ.», Αριστοφ. απόσπ. 291, Βάτρ. 684)
«ἀηδόνιος ὕπνος» — ο ελαφρότατος (Nόνν. Διον. 5.411, Ησύχιος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀηδόνιος — of a nightingale masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδόνιον — neut nom/voc/acc sg ἀηδόνιος of a nightingale masc/fem acc sg ἀηδόνιος of a nightingale neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αηδόνειος — ἀηδόνειος, ον (Α) ο αηδόνιος* …   Dictionary of Greek

  • αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • ἀηδονίου — ἀηδόνιον neut gen sg ἀηδόνιος of a nightingale masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”